Κείμενα προβληματισμού

Περισσότερα
10 Χρόνια 9 Μήνες πριν #103970 από PRIMUS 45
Απαντήθηκε από PRIMUS 45 στο θέμα Κείμενα προβληματισμού

χρηστος8 έγραψε: Έχει όνομα: τη λένε Βαρβάρα Αργυρίου. Και ήταν η μητέρα μου

Πόσες ακόμα ανθρώπινες ψυχές, πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό μιας άνομης πολιτικής συμμορίας;
Πόσος πόνος ακόμα σ' αυτούς που μένουν πίσω;
Πόσα δάκρυα θα γίνονται αίμα στης ψυχής μας τις λαβωματιές;
Θεέ μου, βοήθα μας!
Δυνάμωσέ μας ν' αντέξουμε αυτόν τον ανείπωτο βουβό εφιάλτη....
Ο πόνος σου, πόνος μας, Πέτρο... πόνος βουβός που σ' αυτόν ζυμώνεται η οργή....
Ο Θεός να την αναπαύσει...

Του γιου της Πέτρου Αργυρίου (agriazwa.blogspot.com)
Δεν κρατάω πλέον λογαριασμό για τις αυτοκτονίες της κρίσης.Είμαι όμως απόλυτα βέβαιος ότι από χθες είναι +1. Και είμαι τόσο βέβαιος, γιατί αυτό το +1 που προστέθηκε στα μαθηματικά του θανάτου ήταν… η μητέρα μου.
Από τους γονείς μου αποσυνδέθηκα συναισθηματικά πολύ νωρίς γιατί εκείνοι υποστήριζαν το σύστημα και με προετοίμαζαν για αυτό όπως κάναν όλοι οι νοικοκυραίοι της εποχής.
Στα εφηβικά μου μάτια, η συναισθηματική μου απομάκρυνση από τους γονείς μου ήταν μια τιτάνια μάχη κατά του συστήματος που γνώριζα από τα μικρά μου πόσο στρεβλό και διεφθαρμένο ήταν χωρίς να χρειάζομαι κάποια δηλητηριώδη πολιτική κατήχηση για να με προγραμματίσει.
Φυσικά, όσο δίκιο και αν είχα, είχα άδικο. Γιατί οι γονείς μου, όπως εκατομμύρια άλλοι γονείς, ήταν απλοί και αφελείς άνθρωποι που παγιδεύτηκαν από την γαλαντόμο τοκογλυφία του συστήματος της εποχής τους.
Σφάλμα θανάσιμο για αυτούς και τη γενιά μου και όσες άλλες γενιές απομένουν να ρθουν, αλλά σφάλμα που οφειλόταν στην άγνοια.
Ακριβώς χάρη στην πρόωρη αποσύνδεση μου και στην απόρριψη όλων των γονεϊκών στερεότυπων μπορώ αντικειμενικότατα να σας πω:
Η μάνα μου ήταν αγία. Όπου έβλεπε ανάγκη έστεργε. Πέρασε χρόνια ολόκληρα στα νοσοκομεία της ντροπής και της οδύνης και έκανε εθελοντικά τη νοσηλεύτρια και την ψυχοπομπό σε δεκάδες συγγενείς, γνωστούς και αγνώστους.
Αγκάλιαζε όποιο παιδί βρισκόταν στο διάβα της...
Η ψυχή της δεν είχε το παραμικρό ψεγάδι. Τον παραμικρό δόλο.
Η ανεξάντλητη αγάπη της ήταν η συνδετική κόλλα για την οικογένεια όλη.
Αεικίνητη, με μια ζωντάνια που έβαζε κάτω όλα της τα παιδιά μαζί.
Σήκωσε τόσους σταυρούς αγόγγυστα. Ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τίποτα. Δε ζήτησε τίποτα.
Όλα για τους άλλους.
Η Βαρβάρα για όλους και κανείς για τη Βαρβάρα. Δε καταδεχόταν να ζητήσει βοήθεια.
Τα τελευταία χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής της, ακόμη και με τα τόσα που είχε περάσει.
Η κρίση μπήκε στη ζωή της, στο νοικοκυριό της. Το μέλλον των τριών παιδιών της, όλα τους σπουδαγμένα, πουθενά στον ορίζοντα. Η σύνταξη του άντρα της καρατομήθηκε βάναυσα. Σύνταξη δουλεμένη και πληρωμένη μέχρι την τελευταία της στιγμή πήγε κάτω από το μισό. Σύνταξη κλεμμένη από τους πολιτικούς αλήτες.
Η γκρίνια του πατέρα καθημερινή. Η πίεση αφόρητη. Η ψυχική επίθεση από τα μήντια που ήθελαν να μας κάνουν να συμμορφωθούμε με τη μαζική κλοπή περιουσιών, αξιοπρέπειας και ζωής, αδιάκοπη.
Η μάνα σήκωνε τους σταυρούς όλων. Δούλευε ασταμάτητα στο νοικοκυριό της, με νυχτερινά τιμολόγια για να σώσει κανά ευρώ.
Αμείλικτη με τον εαυτό της. Αδυσώπητη. Κοιμόταν 4 ώρες την ημέρα για να τα έχει όλα στην εντέλεια.
Πριν από 20 μέρες, αιφνίδια, κάτω από όλη αυτή την πίεση και με τον όλο πόνο που είχε στωικά συσσωρεύσει η καλή μου μάνα κατέρρευσε.
Το μικροσκοπικό ζωντόβολο με την τόση ζωή έγινε σκιά του εαυτού της.
Δεν ήθελε να φάει. Δεν ήθελε να μιλήσει.
Μάταιοι οι γιατροί.
Κάποτε η μάνα μου, με τις εκλάμψεις θυμοσοφίας που είχε, με είχε αγγίξει βαθύτατα λέγοντας μου: Παιδί μου σε θαυμάζω: Είσαι σαν το φοίνικα.Κάθε φορά που πέφτεις σηκώνεσαι.
Προσπάθησα να της αντιγυρίσω το δάνειο ψυχής. Να της πω μάνα, θυμάσαι; Φοίνικας είσαι και εσύ.
Μα το σκοτάδι είχε σβήσει τον σπινθήρα της,
Μες στη θολούρα της έλεγε παλαβομάρες. Έλεγε στα παιδιά της,σε εμάς, πως αυτή μας δολοφόνησε. Πως μας κατέστρεψε. Ζητούσε κατανόηση για το έγκλημα της. Ζητούσε να παραδοθεί στους αστυνομικούς.Ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία της. Τιμωρία γιατί όλη τη ζωή της ήταν αγία.
Η τηλεόραση μιλούσε από μέσα της. Έλεγε πως αυτή τα έφαγε όλα. Τα δισεκατομμύρια. Αυτή τα έκλεψε. Ζητούσε να παραδοθεί στην αστυνομία.
Καταλάβαινε το σκοτάδι στο μυαλό της. Την ήξερε την αρρώστια πολύ καλά τόσους και τόσους που είχε συνοδοιπορήσει καρτερικά στο τελευταίο τους της ζωής ταξίδι.
Δε θα παραδιδόταν στην ασθένεια.
Τη χάσαμε μέσα από τα χέρια μας.
Όταν άλλοι στην ηλικία της τρέμουν το θάνατο, αυτή, εκείνα τα μοιραία δευτερόλεπτα που ο πατέρας μου πήγε να σβήσει το μάτι της κουζίνας, άνοιξε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και έκανε την ηρωική της έξοδο. Σιωπηλά, αδιαμαρτύρητα,πήρε τους σταυρούς της μαζί της, να βαρύνει το σώμα της πούπουλο των 43 κιλών, να την πάρει στα σοβαρά ο θάνατος που εκείνη πάντα τον έπαιρνε αψήφιστα σε σχέση με τον εαυτό της.
Δεν έκανε ο θάνατος ηρωίδα τη μάνα μου. Όχι όπως έγινε με τον ήρωα Δημήτρη Χρίστουλα. Ηρωίδα ήταν η μάνα μου στην καθημερινότητα της. Μια μικρή καθημερινή ηρωίδα.
Ακούσαμε κραυγές από κάτω.
Μόλις την είδαμε από το μπαλκόνι πεσμένη δίπλα στα σκουπίδια, ο καθένας από εμάς, από την οικογένεια της που λάτρευε, σπάσαμε. Η κολώνα του σπιτιού μας είχε σπάσει, τα κόκκαλα της είχαν σπάσει.
Πέσαμε ο καθένας από εμάς σαν χάρτινοι πύργοι στο πάτωμα σφαδάζοντας από τους λυγμούς.
Κατεβήκαμε κάτω, μέσα στο κεραυνόπληκτο πλήθος.
Η μάνα μας μας άφησε έτσι όπως την θυμόμασταν: ούτε αμιχή.Ούτε σταγόνα αίματος να κηλιδώσει την όψη της.
Όλα μέσα της. Όλη η ζημιά εσωτερικά. Όπως στη ζωή, έτσι και στο θάνατο.
Το κοριτσάκι μας.
Ο πατέρας μου τραβούσε τα μαλλιά του. Το σπουργιτάκι μου. Το κατσικάκι μου. Αχ περιστεράκι μου!
Ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της, με την σύντροφο της ζωής του. Δεν έκλαιγε για αυτόν. Για εκείνη έκλεγε. Κανείς δεν έκλαιγε για τον εαυτό του. Όλοι κλαίγαμε που χάθηκε κάτι τόσο σπάνιο.
Είμαι δολοφόνος φώναζε ο πατέρας μου. Είμαι εγκληματίας.
Όχι ο πατέρας μου δεν ήταν δολοφόνος. Ένας καλός άνθρωπος είναι.Χωρίς πλέον τη λατρεμένη του σύντροφο.
Η μάνα μου δεν άφησε σημείωμα. Δεν προλάβαμε να πούμε ένα αντίο, να ακούσουμε τις τελευταίες της επιθυμίες, να της κρατήσουμε το χέρι, να της χαϊδέψουμε τα μαλλιά, να της δώσουμε ένα φιλί στο μάγουλο. Έφυγε μπροστάρησα, περήφανη και μόνη.
Ο θάνατος της μάνας μου θα μας αφήσει με ακόμη περισσότερα χρέη. Όπως είχα προβλέψει χρόνια πριν για τη χώρα, μετά βίας μπορούμε να θάψουμε τον νεκρό μας, τόσο ζωντανό μέχρι πριν από μερικές στιγμές.
Μας άφησε όμως μια πλούσια κληρονομιά. Την τεράστια ψυχή της.Ένα μικρό κομματάκι από την ψυχή της να δέσει τη ραγισμένα μας από τον τόσο άδικο χαμό της καρδιά μας. Να μας κάνει όχι σκληρότερους αλλά καλύτερους ανθρώπους. Μια κληρονομιά που οφείλουμε να τιμήσουμε.
Ελπίζω, μόνο να ελπίζω μπορώ, πως θα φανούμε αντάξιοι του κληροδοτήματος της. Της αγάπης της για όλους τους ανθρώπους.
Ήμουν από τους πρώτους που κατέδειξα το θέμα των αυτοκτονιών της κρίσης. Μια από αυτές ήρθε και στοίχειωσε το σπίτι μας και τη ζωή μας.
Η μάνα μου προσπαθούσε να μας πείσει πως ήταν δολοφόνος. Πως μας σκότωσε. Η μάνα μου δεν ήταν δολοφόνος. Ήταν αγία.
Ο πατέρας μου φώναζε πως ήταν δολοφόνος. Πως την άφησε να πεθάνει. Δεν είναι δολοφόνος. Είναι ένας καλός άνθρωπος.
Ούτε εγώ είμαι δολοφόνος ούτε κανένας από την οικογένεια μου.
Ξέρω όμως ποιος είναι ο δολοφόνος της μάνας μου. Δεν ήταν το χέρι του βέβαια που την έσπρωξε από το παράθυρο. Αυτό έγινε με τη δική της βούληση και με το ανίκητο της, ηρωικό σχεδόν πείσμα στην αξιοπρέπεια.
Ήταν όμως αυτός ο δολοφόνος που έβαλε τη μεγάλη και ασήκωτη κοτρώνα πάνω στην πλάτη της, ακριβώς πάνω από τους σταυρούς της που για δεκαετίες πρόθυμα και αγόγγυστα σήκωνε με τα 43 της κιλά.
Ήταν όμως αυτός που την ανάγκασε, αυτή την αεικίνητη ακαταπόνητη γυναίκα να ακινητοποιηθεί στο κρεβάτι της ντροπής δίπλα στο παράθυρο στης απόδρασης της από την ζωή. Και μόνο αυτό το παράθυρο μπορούσε να δει πλέον σαν έξοδο από ένα πόνο εσωτερικό τόσο φριχτό που ούτε να τον ψελλίσει δεν μπορούσε.
Αυτός ο δολοφόνος, ο κατά συρροή δολοφόνος με την άδεια και την ασυλία να σκοτώνει με δηλητήρια ή σιγαστήρα, είναι το πολιτικό σύστημα της χώρας. Και για αυτό το τέρας πρέπει να επανέλθει η θανατική ποινή.

Καλή ανάπαυση Βαρβάρα μας, γλυκό μας κοριτσάκι!!!

Καλησπερα χρηστο τι ειναι αυτο βραδιατικα παλι ?


Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Παρακαλούμε Σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

Περισσότερα
10 Χρόνια 2 Μήνες πριν #128658 από χρηστος8
Απαντήθηκε από χρηστος8 στο θέμα Κείμενα προβληματισμού
Το μεγαλείο της ψυχής δε χρειάζεται γερά πόδια

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

Η ώρα είχε πάει 8 και σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το κουδούνι. Τα περισσότερα παιδιά βρίσκονταν ήδη στο προαύλιο του μικρού τετραθέσιου δημοτικού σχολείου του χωριού.
Έξω από την πόρτα του σχολείου φτάνει και ο μικρός Γιώργος με τον πατέρα του. Εκείνος, του δίνει την τσάντα και του λέει: «Λοιπόν Γιωργάκη όπως είπαμε.

Να προσέχεις τη δασκάλα σου, να μη μιλάς μέσα στην τάξη και στο διάλειμμα να κάνεις παρέα με όλα τα παιδάκια. Όχι μόνο με τον Τάσο. Είπαμε, ο Τάσος δεν μπορεί να τρέξει και να παίξει ποδόσφαιρο. Δεν χρειάζεται να χάνεις το παιχνίδι σου για τον Τάσο».

Ο μικρός, κούνησε το κεφάλι του και μπήκε μέσα στο προαύλιο. Οι συμμαθητές του έτρεξαν να τον συναντήσουν. Τον περικύκλωσαν και άρχισαν να μιλάνε φωναχτά για όσα πέρασαν το προηγούμενο απόγευμα.

Μόνο ένα παιδάκι, ξανθό, αδύνατο με μεγάλα καστανά μάτια και μακριά σγουρά μαλλιά δεν έτρεξε κοντά στο Γιωργάκη. Καθισμένο μονάχο του στο πεζούλι της αυλής κοιτούσε τα υπόλοιπα παιδιά χαμογελώντας λες και βρισκόταν εκεί μαζί τους.

Ο Τάσος, αυτό ήταν το όνομα του μοναχικού παιδιού, ήθελε πολύ να τρέξει δίπλα στο συμμαθητή του. Μόνο η ψυχούλα του ήξερε πόσο πολύ το ήθελε.

Όμως, τα πόδια του δεν τον βοηθούσαν να ικανοποιήσει την ψυχή του. Ένα πρόβλημα κινητικό που είχε από τη γέννησή του τον υποχρέωνε να βαδίζει με δυσκολία.

Για τρέξιμο, ούτε λόγος να γίνεται.

Το επίσημο χαρτί που έφερε η μητέρα του στη Διευθύντρια του σχολείου έκανε λόγο και για μία κινητική υστέρηση που ήταν η αιτία, ο Τάσος να κινείται με δυσκολία αλλά δεν τον εμπόδιζε σε τίποτα, να διαβάζει, να γράφει και να μιλάει με αρκετά μεγάλη ευχέρεια.

Καταλάβαινε τα πάντα από όλα όσα του έλεγαν μα κυρίως η καρδιά του ήταν γεμάτη από όμορφα συναισθήματα και απέραντη καλοσύνη.

Τι κι αν μερικά παιδιά κάποιες φορές τον κορόιδευαν που δεν μπορούσε να παίζει μαζί τους ποδόσφαιρο; Για κείνον, ήταν αρκετό να τους βλέπει και να χαίρεται βλέποντάς τους να παίζουν και να διασκεδάζουν. Πολλές φορές καθόταν στην άκρη και έκανε το διαιτητή.

Ούτε κράτησε κακία στη δασκάλα του όταν την άκουσε να συζητάει με κάποιους γονείς που της ζητούσαν να κάνει κάτι για να φύγει ο ίδιος από το σχολείο και να πάει σε κάποιο που είναι ειδικό για «καθυστερημένα» ώστε να μη μένουν πίσω τα υπόλοιπα «φυσιολογικά» παιδιά.

«Αν περνούσε από το χέρι μου θα το έκανα όμως δεν μπορώ να υποχρεώσω τους γονείς του αν δεν θέλουν να το στείλουν σε ειδικό σχολείο. Άλλωστε δεν υπάρχει στην πόλη μας τέτοιο σχολείο. Πρέπει να πάει στη διπλανή πόλη. Βέβαια δεν είναι από τις βαριές περιπτώσεις, αλλά όπως να το κάνεις φρενάρει όλη την τάξη. Ακόμη και στη γυμναστική και τη μουσική η παρουσία του δημιουργεί εμπόδια».

«Να φανταστείτε», συνέχισε η δασκάλα «οι γονείς του έχουν την απαίτηση να τον πάρουμε μαζί μας στην εκδρομή που θα πάμε στο ποτάμι. Εγώ προσωπικά, δεν αναλαμβάνω την ευθύνη να τον συνοδεύσω. Θα πρέπει να έχω την προσοχή μου μόνο σ’ εκείνον. Τα υπόλοιπα παιδιά τι θα γίνουν; Δεν ξέρω τελικά τι θα αποφασίσει ο σύλλογος, πάντως εγώ εξέφρασα την αντίθεσή μου».

Η αλήθεια είναι πως ο Τασούλης στεναχωρήθηκε με την ιδέα πως δεν θα πήγαινε εκδρομή στο ποτάμι μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Την περίμενε πως και πως αυτή την εκδρομή. Είχε ξαναπάει στο ποτάμι με τους γονείς του και του άρεσε.

Του άρεσε να βλέπει το νερό να κυλάει, να τρέχει, όπως εκείνος δεν μπορούσε να κάνει με τα πόδια του. Γι’ αυτό έτρεχε με τη φαντασία του. Το μυαλό του «κυλούσε» στις όχθες της ζωής που θα ήθελε να κάνει μεγαλώνοντας.

Ήθελε να γίνει γιατρός κι ας ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο, για να βοηθήσει παιδιά που θα έχουν το δικό του ή παρόμοιο πρόβλημα, αν όχι να γίνουν καλά, τουλάχιστον να ζουν ευτυχισμένα.

Το κουδούνι χτύπησε και ο μικρός Τάσος με μικρά και επίπονα βήματα έφτασε στην αίθουσα και κατευθύνθηκε στο θρανίο του. Η τσάντα που κουβαλούσε στην πλάτη του, δυσκόλευε την προσπάθειά του, μα πιο πολύ τον βάραινε το γεγονός ότι ο καλύτερός του φίλος, ο Γιώργος, δεν του είχε πει μέχρι τότε ούτε μία κουβέντα. Άλλες φορές, ήταν ο πρώτος που καλημέριζε και πάντα τον βοηθούσε κουβαλώντας την τσάντα του μέχρι την αίθουσα. Όχι πως είχε ανάγκη το κουβάλημα, αλλά, να, τον άφηνε να το κάνει γιατί έτσι τον αισθανόταν περισσότερο φίλο του.

«Όταν θα γίνω καλά και θα μπορώ να περπατάω όπως εσύ, δεν θα σ’ αφήσω να κουβαλήσεις ποτέ και καμία τσάντα στη ζωή σου» είπε ένα πρωινό στο φίλο του καθώς πήγαιναν μαζί προς την αίθουσα.

Ο Τάσος ανησύχησε ακόμη περισσότερο όταν είδε πως ο Γιώργος δεν τον πλησίασε σε κανένα από τα διαλείμματα και στο σχόλασμα ούτε καν τον χαιρέτισε.

Γυρνώντας στο σπίτι, δεν μπόρεσε να κρύψει τη θλίψη του. Η Μητέρα του τον πλησίασε και τον ρώτησε τι τον απασχολούσε. Όταν της εξήγησε, εκείνη του υποσχέθηκε πως θα φροντίσει να πάει στην εκδρομή.

Στην ανάγκη θα τον συνόδευε η ίδια ή ο πατέρας του. Όσο για τη συμπεριφορά του φίλου του, απλά του είπε να μην βιάζεται να βγάζει συμπεράσματα και να μην περιμένει από τους άλλους περισσότερα από όσα μπορούν να δώσουν.

Το τελευταίο, δεν το κατάλαβε γιατί πίστευε πως οι φίλοι επιβάλλεται να δίνουν μεταξύ τους περισσότερα από όσα μπορούν, αλλιώς, δεν είναι φίλοι.

Την επόμενη μέρα, η μητέρα του Τάσου, επικοινώνησε με τη διευθύντρια του σχολείου και της δήλωσε πως είναι πρόθυμη να συνοδεύσει το γιο της στην εκδρομή, απαλλάσσοντας έτσι και τους δασκάλους από το άγχος του να έχουν συνεχώς το νου τους στον Τάσο.

Επιτέλους, η μέρα της εκδρομής έφτασε. Όλοι οι μαθητές επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο και μετά από δύο ώρες έφτασαν στον προορισμό τους.

Τα παιδιά με τους δασκάλους κατευθύνθηκαν στον τελικό τους προορισμό. Το τοπίο ήταν κάτι παραπάνω από μαγευτικό, καθώς η Άνοιξη δεν κράτησε κανένα χρώμα στην παλέτα της. Τα σκόρπισε όλα σε τούτο το μέρος.

Ο Τάσος θα ήταν τρισευτυχισμένος αν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο φίλος του ο Γιώργος, του είχε πει έστω και μια κουβέντα. Όχι μόνο κουβέντα, αλλά ούτε μια ματιά δεν του έριξε.

Οι δάσκαλοι, άφησαν τα παιδιά να παίξουν στο γύρω χώρο αφού πρώτα τους απαγόρεψαν να πλησιάσουν στο ποτάμι, και κατευθύνθηκαν στο καφενεδάκι που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Από κει, θα μπορούσαν να βλέπουν και τα παιδιά και να τρέξουν, αν προέκυπτε κάτι. Τους δασκάλους, ακολούθησε και η μητέρα του Τάσου. Εκείνος, προτίμησε να κάτσει κάτω στα χόρτα σε ένα σημείο που μπορούσε να βλέπει το νερό να κυλάει στο ποτάμι.

Χάζευε με τις πεταλούδες και ζήλευε τις ιτιές που μπορούσαν, όποτε ήθελαν, να σκύβουν και να δροσίζονται με το νερό του ποταμού.

Μερικά παιδιά, ανάμεσά τους κι ο Γιώργος, κάνοντας έναν μικρό κύκλο, βρέθηκαν πίσω από μια συστάδα θάμνων που τους έκρυβε από τα μάτια των δασκάλων.

«Να κατεβούμε λίγο στο ποτάμι;», ρώτησε ένα παιδί.
«Εγώ δεν κατεβαίνω», είπε ο Γιώργος.
«Ας πάμε τουλάχιστον λίγο πιο κάτω», πρόσθεσε ένα άλλο.

Ο Γιώργος συμφώνησε και τα παιδιά, άρχισαν να κατεβαίνουν με προσοχή.

Ο Τασούλης, από το μέρος που καθόταν, τους έβλεπε και σηκώθηκε να πάει να τους συναντήσει.

Καθώς πλησίασε αρκετά, άκουσε φωνές και κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε. Μόλις έφτασε στο μέρος των παιδιών τα είδε να προσπαθούν, πιασμένα χέρι-χέρι και δημιουργώντας αλυσίδα, να τραβήξουν το φίλο του το Γιώργο που βρισκόταν μέσα στο ποτάμι και προσπαθούσε, απεγνωσμένα να σκαρφαλώσει προς τα πάνω.

Ένα παιδί δεν άντεξε και το χέρι του ξέφυγε από την αλυσίδα. Ο Γιώργος βρέθηκε μέσα στο ποτάμι με το χέρι απλωμένο να ζητάει βοήθεια. Τα παιδιά τα έχασαν και μερικά έτρεξαν να φωνάξουν τους δασκάλους οι οποίοι ήδη είχαν αντιληφθεί ότι κάτι τρέχει και κατευθύνονταν προς το σημείο του ατυχήματος.

Ο Τασούλης, χωρίς να τον έχει προσέξει κανείς, έσυρε σιγά-σιγά το κορμί του και έφτασε στο νερό. Έπιασε με το ένα του χέρι, το χέρι του αγαπημένου του φίλου και βάζοντας το ένα του πόδι κόντρα στον κορμό μιας ιτιάς, άρχισε να τον τραβάει προς τα έξω. Είχε δύναμη στα χέρια ο Τασούλης, μα περισσότερη δύναμη είχε στην ψυχούλα του. Κατάφερε να τραβήξει το Γιώργο έξω. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν τα μάτια του φίλου του να τον κοιτάζουν δακρυσμένα πριν τον αρπάξουν οι δάσκαλοι κι εκείνον η μητέρα του.

«Γιατί Τάσο δεν ζήτησες βοήθεια; Θα μπορούσατε να πνιγείτε και οι δύο. Αχ, βρε Τάσο. Δεν πειράζει. Φτάνει που είστε και οι δύο καλά. Μη μου το ξανακάνεις όμως αυτό, εντάξει;».

Ο Τάσος δεν είπε κουβέντα. Κούνησε μόνο καταφατικά το κεφάλι και με τη βοήθεια της μητέρας του έφτασε στο μικρό καφενεδάκι.

Όλοι έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν και να του πουν ένα «μπράβο». Όλοι, εκτός από τη δασκάλα που δεν τον ήθελε μαζί της στην εκδρομή.

Εκείνος σηκώθηκε και πλησίασε προς τη δασκάλα που βρισκόταν πιο πέρα και προσπαθούσε με το μπουφάν της να ζεστάνει το Γιώργο που ήταν μούσκεμα.

«Βλέπετε κυρία; Κάποια πράγματα μπορούν να τα κάνουν κι εκείνοι που δεν έχουν και τόσο γερά πόδια», είπε στη δασκάλα και έστριψε για να φύγει.

«Σ’ ευχαριστώ και με συγχωρείς», άκουσε το Γιώργο να λέει με τρεμάμενη φωνή.

Κοντοστάθηκε για λίγο και γύρισε πίσω το κεφάλι του. Είδε τη δασκάλα, να στέκεται αμίλητη με χαμηλωμένο το κεφάλι και τον φίλο του να τον κοιτάζει στα μάτια.

«Κι εσύ το ίδιο θα έκανες για μένα. Το ξέρουμε και οι δύο αυτό. Έτσι δεν είναι; Πες στον μπαμπά σου να μην ανησυχεί. Όσο για μένα, θα περιμένω λίγα χρόνια μέχρι να μεγαλώσεις. Ελπίζω να μη με ξεχάσεις. Τα λέμε τότε», είπε ο Τάσος και γύρισε στη μητέρα του.

Με το Γιώργο δεν ξαναέκαναν παρέα όσο ήταν στο σχολείο. Μετά οι δρόμοι τους χώρισαν.

Κανείς δεν ξέρει το τι απέγιναν τα δύο παιδιά. Κάποιοι, μετά από χρόνια είπαν, πως ο πατέρας του Γιώργου, μετά από ένα τροχαίο, μπόρεσε και περπάτησε χάρη σε κάποιον γιατρό που τον χειρούργησε. Δεν ήξεραν το όνομά του. Το μόνο που έμαθαν ήταν πως δεν είχε και τόσο γερά πόδια…

ΠΗΓΗ:
kyrgiakischristos.wordpress.com/



Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησον με τον αμαρτωλό
Οι ακόλουθοι χρήστες είπαν "Σε Ευχαριστώ": γιαννης-δραμα, μανολης

Παρακαλούμε Σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

Περισσότερα
10 Χρόνια 2 Μήνες πριν #128691 από χρηστος8
Απαντήθηκε από χρηστος8 στο θέμα Κείμενα προβληματισμού
Πώς ζούσαμε πριν 40 χρόνια

ΠΡΙΝ 40 ΧΡΟΝΙΑ!

Βέλος στό φιλότιμο

καί αἴσιο μήνυμα πρός τόν σημερινό "νεοέλληνα"!

Ἀνωνύμου Ἁγιορείτου Μοναχοῦ

Στό μικρό μας τό χωριό στήν Δοϊράνη, κάθε οἰκογένεια εἶχε 2-3 ἀγελάδες, 10-15 κοτοῦλες, 1-2 προβατάκια ἤ κατσικάκια καί 1-2 γουρουνάκια.

Ἑπτά ἡ ὥρα τό πρωΐ, ὅλες τίς ἀγελάδες τίς ἔπαιρνε ὁ τσοπάνος ὁ κυρ-Ἀνέστης καί τίς πήγαινε στή βοσκή. Τό βράδυ εἴχαμε φεσκότατο γάλα.

Τρώγαμε αὐγά ἐλευθέρας βοσκῆς καί κάποτε-κάποτε ἡ μάνας μας, ἔσφαζε καί μιά κοτούλα.

Τρώγαμε γριβάδια, πρικιά καί γουλιανούς ἀπό τήν λίμνη μας.


Μέ τό κάρο ὁ πατέρας μου πήγαινε στά γύρω χωριά καί πουλοῦσε ψάρια. Ὅταν οἱ νοικοκυρές δέν εἶχαν χρήματα, τοῦ ἔδιναν ἀλεύρι ἤ σιτάρι ἤ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν.

Οἱ μητέρες τοῦ χωριοῦ ζύμωναν στήν σκάφη τό ἀλεύρι, τό ψήνανε στούς χωριάτικους φούρνους καί τρώγαμε ἁγνό χωριάτικό ψωμί. Τό ἀλείφαμε μέ λάδι κάι ζάχαρη, ὅταν δέν ὑπῆρχε βούτυρο.

Τρώγαμε ἀπό τόν δάσκαλο ξύλο καί τόν ἀγαπούσαμε. Μᾶς ἔμαθε γράμματα καί παιχνίδια. Τιμούσαμε στό δημοτικό τούς ἥρωες τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ '21 μέ θεατρικές παραστάσεις καί ποιήματα, ντυμένοι τσολιάδες. Πρωί-πρωί ξυπνούσαμε τό χωριό στίς ἐθνικές ἑορτές μέ τό "Μακεδονία ξακουστή τοῦ Ἀλεξάνδρου ἡ χώρα".

Τά Χριστούγεννα τρώγαμε ἕνα μεγάλο ταψί μπακλαβά σπιτικό καί παίζαμε ὅλα τά παιδιά μαζί, ἀγαπημένα καί μαλωμένα.

10-11 χρονῶν, βγάζαμε χαρτζιλίκι μέ ἱδρῶτα. Παίρναμε τή βάρκα τοῦ μπαμπᾶ καί πιάναμε κανένα ψάρι ἤ μᾶς τά ἔδιναν οἱ ψαράδες γιά τήν μικρή ἐργασία ποῦ κάναμε. Τά δέναμε στό σύρμα καί τά πουλούσαμε στά τραῖνα.

Μάθαμε νά σεβόμαστε τόν Ἱερέα καί τόν Ἐπίσκοπο, τόν εἴχαμε ὡς Χριστό.

Στά Ἅγια Θεοφάνεια τά παλικάρια βουτοῦσαν στήν παγωμένη λίμνη γιά νά πιάσουν τόν Σταυρό.

Στό Πανηγύρι τοῦ Προφήτη Ἡλία ἔρχονταν οἱ πραματευτάδες καί χαζεύαμε τά τόσα πολλά παιχνίδια.

Μέ ρώτησε ὁ πατέρας τοῦ θείου μου τί παιχνίδι θέλω καί τοῦ εἶπα ἕνα τραχτεράκι. Τό περίμενα νά τό περπατήσω μέ λαχτάρα καί ἀξιώθηκα νά τό ὁδηγήσω μετά ἀπό 30 χρόνια.

Χρόνια ἁπλά, ὄμορφα, ἥσυχα καί ἀκίνδυνα. Σήμερα στό ἴδιο χωριό, στό σταθμό τοῦ ΟΣΕ, βρίσκεις χρησιμοποιημένες σύριγγες. Ἄλλος στό τελωνεῖο μας "γέννησε αὐγά ἡρωΐνης". Τό δημοτικό μας Σχολεῖο ἔγινε φυλακή λαθρομεταναστῶν.

Τά Σκόπια πού συνορεύουν μέ τό χωριό μου, τότε λεγόταν Σερβία καί τώρα, ἄν ἐφησυχάσουμε, μπορεῖ νά μᾶς κλέψουν καί τήν "Μακεδονία".

Τά παιδικά μας χρόνια τά ζήσαμε φτωχικά, ἀλλά οἰκονομική κρίση δέν τά ἄγγιζε, διότι ἦταν παραγωγικά. Ἤμασταν αὐτάρκεις. Ὁ αὐτάρκης εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ὅταν τά ἐπίγεια ἀγαθά τοῦ περισσεύουν. Ζεῖ ὅμως καί μέ τά λίγα. Ὁ πλεονέκτης τά χάνει ὅλα. Ἡ ψυχή του ζεῖ κατ' οὐσίαν χωρίς χαρά, διότι δέν ὑπάρχουν στή ζωή του ἰδανικά.

Χάθηκε ὅμως ἡ ἁπλή ζωή τοῦ χωριοῦ καί πληγώθηκε ἄσχημα ἡ καριδά τοῦ νεοέλληνα.

Ὅ,τι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει ὁ ἄνθρωπος, τό θεραπεύει ὁ Θεός.

Οἱ ἐχθροί μας ἀνοίγουν λάκκους, ἀλλά πέφτουν μέσα σ' αὐτούς οἱ ἴδιοι.

Ἀπό τήν σημερινή οἰκονομική κρίση, θά ἀναστηθῇ ἡ χαμένη νεολαία μας!

Μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!

Ἁγιορείτης

Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ

ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ

ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

kaiomenivatos.blogspot.gr
agioritikesmnimes.blogspot.gr/2014/01/4179-40.html



Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησον με τον αμαρτωλό

Παρακαλούμε Σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

Χρόνος δημιουργίας σελίδας: 0.063 δευτερόλεπτα
Powered by Kunena Φόρουμ